Περιεχόμενα

Επιλογές Θεμάτων

ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΓΗ ΛΕΚΑΤΣΑ

Ο Παναγής Λεκατσάς (Ιθάκη, 1911 – Αθήνα, 5 Σεπτεμβρίου 1970) υπήρξε ένας πολυγραφότατος Έλληνας φιλόλογος και εθνολόγος. Γεννήθηκε στο χωριό Καλύβια της επαρχίας Σταυρού Ιθάκης, υιός των φτωχών και πολύτεκνων Γεωργίου και Μαριγώς Λεκατσά. Έδειξε από αρκετά νωρίς ενδιαφέρον για τα γράμματα, ιδίως δε για την αρχαία Ελληνική και Ρωμαϊκή Ιστορία, στην μελέτη των οποίων τον ενθάρρυναν τόσο η μητέρα του όσο και ο θείος του Γεράσιμος Λεκατσάς. Σε ηλικία 9 ετών (το 1920) έφυγε για την Αυστραλία, όπου έζησε με μετανάστες συγγενείς του και δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα και γράφτηκε στο Γυμνάσιο Λευκάδος. Τελείωσε την μέση εκπαίδευση στο Γυμνάσιο της Κέρκυρας και εν συνεχεία σπούδασε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου έφθασε μέχρι τις πτυχιακές εξετάσεις αλλά δεν πήρε τελικά ποτέ του το πτυχίο.

Κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του «Συμβολή στην διαλεκτική Ιστορία της Φιλοσοφίας» το 1933 και την πρώτη και μοναδική του ποιητική συλλογή «Απολλώνια» το 1935. Το 1936 και 1938 ξεκίνησε αντίστοιχα συνεργασίες με τα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Νεοελληνικά Γράμματα» τις οποίες συνέχισε αντίστοιχα μέχρι το 1943 και το 1940, απέδωσε το 1938 στην νέα ελληνική τα έργα του Ησιόδου (εκδόσεις «Πάπυρος»), ενώ το 1939 νυμφεύθηκε την πιανίστα Δήμητρα Δημητριάδη, από την οποία πήρε διαζύγιο το 1947.

Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου, προσχώρησε στην Αριστερά και αγωνίστηκε μέσα από τις τάξεις της, συγγράφοντας στην εφημερίδα του Ε.Α.Μ. «Ελεύθερη Ελλάδα», τον «Ρίζο της Δευτέρας» και την «Μάχη», δράση που του κόστισε μια σειρά από διώξεις, ακόμα και φυλάκιση, από την επικρατήσασα «εθνικόφρονα» Δεξιά, ωστόσο δεν ανέστειλε την δημιουργική του πορεία και από το 1949 έως το 1950 δημοσίευσε εργασίες του στο δεκαπενθήμερο κομμουνιστικό περιοδικό «Ανταίος», που είχε πρωτοκυκλοφορήσει στις 20 Μαϊου 1945 με αρχισυντάκτη τον οικονομολόγο και νομικό Δημήτρη Μπάτση (ο οποίος τουφεκίστηκε στις 30 Μαρτίου 1952 μαζί με τον Νίκο Μπελογιάννη) και διευθυντή έως τον Ιούλιο του 1947 τον καθηγητή φιλοσοφίας Χαράλαμπο Θεοδωρίδη, μετέπειτα συγγραφέα του γνωστού έργου «Επίκουρος. Η αληθινή όψη του Αρχαίου Κόσμου».

Tο 1948 συνέγραψε το ιστορικό δοκίμιο «Οι Πόλεμοι των Δούλων», του οποίου η καθυστέρηση της πρώτης έκδοσης («Εκδοτικόν Ινστιτούτον Αθηνών», 1957) επέτρεψε στον συγγραφέα να χρησιμοποιήσει πρόσθετη, νεότερη βιβλιογραφία. Το 1954 προκάλεσε αίσθηση με την πολεμική του («Τραγωδία ή Κωμωδία;») ενάντια στο βιβλίο «Η αρχαία Τραγωδία και Κωμωδία. Ποιες είναι οι κοινωνικές ρίζες του αρχαίου Θεάτρου», του γνωστού ιστορικού του Κ.Κ.Ε. Γιάννη Κορδάτου, ο οποίος ανταπάντησε με το 32σέλιδο «Ο κ. Παναγής Λεκατσάς χωρίς προσωπείο», κατηγορώντας τον Λεκατσά για «εγωπάθεια και υπερφίαλη προσωπικότητα», «παποσύνη της αρχαιογνωσίας», «λεξιθηρία και λεξιμαγεία που του δίνουν όχι μόνον τον τίτλο του φορμαλιστή αλλά και του σουρρεαλιστή», καθώς και για «καμουφλαρισμένο μυστικισμό και ιδεαλισμό της χειρότερης μάρκας». «Το βιβλίο που μας έλαχε ο θλιβερός κλήρος να κρίνουμε, μπορούμε, με τις αποδείξεις που φέρνουμε, να το χαρακτηρίσουμε σαν ψευτομαρξιστική πλαστογραφία της Ιστορίας του αρχαίου Θεάτρου… Τα λάθη πραγματικά του βιβλίου ανεβαίνουν μ’ ένα πρόχειρο μέτρημα στις 6.500 περίπου» τόνιζε από την άλλη ο Λεκατσάς (σελ. 26 και 32), που βεβαίως στο πρόσωπο του Κορδάτου επιχειρούσε να κτυπήσει τον σοβιετο-σταλινικό Μαρξισμό.

Ο τελευταίος και οι τακτικές συκοφαντικές και βρώμικες ρητορικές του, όποτε κρίθηκε σκόπιμο να «κατεδαφιστεί» η προσωπικότητα των όποιων «αντιπάλων» του, αναδύονται σε όλη σχεδόν την «ανταπάντηση» του Κορδάτου, τον οποίο, σημειωτέον, ο Λεκατσάς θεωρούσε έως τότε «φίλο και διδάσκαλο» και του έστελνε πάντα τα βιβλία του με ιδιόχειρες αφιερώσεις: «Μεταχειρίζεται πάντα υβριστικές φράσεις που δείχνουν πως είναι εγωπαθής και υπερφίαλος… έχει πάρει ο νους του αέρα… φαντάζεται τον εαυτό του ως πνευματικό δικτάτορα… προβάλλει τον εαυτό του ως αλάθητο Πάπα της αρχαιογνωσίας… ειρωνεύεται και περιφρονεί τον Πλεχάνωφ, και σε συζητήσεις δεν διστάζει να τον αποκαλεί και ξυλοσχίστη. Και όμως κάποιος Λένιν στα 1921 είχε διαφορετική γνώμη για το ρώσο σοφό… Στα τελευταία τούτα χρόνια ο Λεκατσάς ζη απομονωμένος από την πραγματική ζωή... κάποια ψυχική αναταραχή τον βασανίζει… δεν ζη παρά μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της εγωπάθειάς του... παίζει το ρόλο του Δον Κιχώτη και βάλλει κατ’ ανεμόμυλων… ένας αρνητής που χτίζει κάστρα στον αέρα και με το κόσκινο τραβά νερό… είναι ο Περικλής Γιαννόπουλος της εποχής μας… έχουν ήδη καταπιαστεί μ’ αυτόν οι ψυχίατροι. Ήταν καιρός… έχω και άλλα στοιχεία και πολλά γραφτά στο αρχείο μου που είναι συντριπτικά για το Λεκατσά. Δεν τα έφερα στο φως της δημοσιότητας, γιατί απλώς δεν θέλησα να κατέβω στο επίπεδο το δικό του».

Την δεκαετία του 1960 αύξησε την ένταση της πνευματικής παραγωγής του, συνεργάστηκε με το «Θέατρο» (1961 - 1966) και συμμετείχε στην συγγραφή του «Λεξικού Κοινωνικών Επιστημών» (1958), της «Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος – Λαρούς (1963) και της «Νεοελληνικής Εγκυκλοπαίδειας Χάρη Πάτση» (1964), ενώ από το 1961 είχε νυμφευθεί την συγγραφέα Εύα (Ευανθία) Βλάμη, την οποία είχε γνωρίσει όταν πήρε το διαζύγιο από τον πρώτο γάμο του, το 1947. Το όλο έργο του απαρτίζεται από δοκιμιακές εθνολογικές, θεατρολογικές, κοινωνιολογικές, λαογραφικές, φιλοσοφικές και θρησκειολογικές μελέτες, καθώς και από πολλές μεταφράσεις έργων της κλασικής Ελληνικής Γραμματείας. Αγωνιζόμενος σκληρά για να εξασφαλίσει την τελειότερη βιβλιογραφία πριν από κάθε έρευνά του (αυτό που ο ίδιος περιέγραφε ως «τους σκληρούς αγώνες των βιβλιογραφικών μαχών», μετά από έναν μόχθο «που μ' άλλους όρους σπουδών δεν θα στοίχιζε ούτε τον χρόνο, ούτε τις άλλες θυσίες που στοίχισε»), γνώριζε καλά το έργο των Festugiere, Thomson, Bachofen (από το βιβλίο του οποίου «Das Mutterrecht», 1861, ο Λεκατσάς είχε έντονα επηρεαστεί), Harrison, Snell, Rohde, Frazer, και όλων των άλλων καταξιωμένων συγγραφέων των πιο πάνω γνωστικών αντικειμένων.

Το 1963 δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ελευθερία» σειρά άρθρων με τίτλο «Η Καταγωγή της Βασιλείας», που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο με τον ίδιο τίτλο («Η Καταγωγή της Βασιλείας», εκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα, 2006). Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 άρχισε την συγγραφή του γνωστότερου έργου του «Διόνυσος. Καταγωγή και εξέλιξη της διονυσιακής θρησκείας», το οποίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Μωραΐτη» έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, με επιμέλεια της χήρας του, η οποία είχε βάλει σκοπό της υπόλοιπης ζωής της να προβάλει σωστά το έργο του. Το 1964, σε ηλικία 53 ετών, ο Παναγής Λεκατσάς υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, που ήταν αποτέλεσμα της υπερεξαντλητικής πνευματικής εργασίας του σε συνδυασμό με κατάχρηση καφέ. Ένα δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο τον πήρε τελικά από την ζωή στις 5 Σεπτεμβρίου 1970.

Βλάσης Γ. Ρασσιάς

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

«Συμβολή στην διαλεκτική Ιστορία της Φιλοσοφίας», Αθήνα, 1933

«Απολλώνια», Αθήνα, 1935 (ποίηση)

«Η Καταγωγή των Θεσμών, των Εθίμων και των Δοξασιών», Αθήνα, 1951

«Οι Πόλεμοι των Δούλων», Αθήνα, 1957, 2000

«Η Μητριαρχία και η σύγκρουσή της με την Ελληνική Πατριαρχία», Αθήνα, 1970, 1977, 1994, 1996

«Διόνυσος, Καταγωγή και εξέλιξη της Διονυσιακής Θρησκείας», Αθήνα, 1971, 1999

«Η Πολιτεία του Ήλιου», εκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα, 1978

«Έρως. Ερμηνεία μιας μορφής της Προϊστορικής και Ορφικοδιονυσιακής Θρησκείας», Αθήνα, 1993, 2003

«Το Θείον Βρέφος», εκδόσεις «Καστανιώτης», Αθήνα, 1996

«Η Ψυχή. Η ιδέα της ψυχής και της αθανασίας της και τα έθιμα του θανάτου», εκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα, 2000

«Η Καταγωγή της Βασιλείας», εκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα, 2006

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Λεντάκης Αντρέας, «Παναγής Λεκατσάς: Θεμελιωτής της Εθνολογίας στην Ελλάδα», Αθήνα, 1976


ΑΓΙΟΙ ΤΟΠΟΙ

(από το βιβλίο του Παναγή Λεκατσά «Η Καταγωγή των Θεσμών, των Εθίμων και των Δοξασιών», εκδόσεις «Βιβλίο Νεοελληνικού Λόγου», Αθήνα, 1951)

Άγιοι, ήγουν παραφορτωμένοι από την «δύναμη» την μυστική, είναι και τόποι. Τέτοιοι και για τους Έλληνες, όπως και για τους άλλους λαούς, είναι οι τόποι που έχει πέσει κεραυνός (ενηλύσια), τα σπήλαια και τα χάσματα, οι τόποι όπου γίνονται οι μαγικές ιερουργίες για να πολλοσταίνουνε τα ζώα κ’ οι καρποί, κορφές όπου μαζεύουνται τα σύννεφα και φέρνουν τη γονιμική βροχή, οι τόποι όπου το δέντρο ή το πράγμα το ιερό: κοντολογίς οι τόποι που παραϋστερα, ατόφιοι ή γυρισμένοι σε ναούς, είναι τόποι λατρείας.

Οι τόποι τούτοι καλοχωρίζουνται για να μη μαγαρίζουνται από τους άναγνους ή για να μη κιντυνέψει πατώντας τους κανείς, κι ο χωρισμός τους είναι κι ουσιαστικό της αγιοσύνης τους σημάδι: οι λέξεις τέμενος και templum από την ίδια ρίζα κατεβαίνουνε, το τέμνειν. Ο Κλεομένης, που καταπάτησε ένα τέμενος, πεθαίνει θάνατο φριχτό, όποιος πατήσει του Λυκαίου Διός το ιερό χάνει τον ήσκιο του και πεθαίνει μέσα στην χρονιά, η γυναίκα που μπαίνει στο ιερό της Εφέσιας Άρτεμης πεθαίνει σε λίγο καιρό. Όταν ο Αδριανός ξανάχτισε το ναό του Ιππίου Ποσειδώνα στη Μαντίνεια, δεν άφησε να κοιτάξει μέσα κανείς, ούτε και τίποτα από τα ερείπια του αρχαίου να κουνήσουν.

Είναι έτσι άβατα ή άδυτα, που προστατεύουνε και προστατεύουνται με το φραγμό τους: αυτοί τε όρους τοίσι θεοίσι των ιρών και των τεμενέων αποδείκνυμεν, όπως αν μηδείς υπερβαίνηι ην μη αγνεύηι (Ιπποκρ. π. ιερ. νουσ. 594 Κ). Το χώρισμα είναι με τοίχο ή με συνορόπετρες. Κάποιες φορές ένα σκοινί, ή και κλωστή μονάχα, φτάνει. Οι μυθικοί ιδρυτές του ιερού του Ιππίου Ποσειδώνα στην Μαντίνεια δε φράζουν την μπασιά του ιερού, μα τήνε κλείνουν με μια μάλλινη κλωστή, θαρώντας πως κάτι από τη «δύναμη» θα παίρνει κι αυτή: τάχα δ’ αν τι μετείη και ισχύος τωι μίτωι (Παυσ. 8.10.3). Μια λίμνη στην Ιταλία, που την είχαν ιερή, οι κοντινοί την τριγυρίσαν με κλωστή (Διον. Αλ. 1.15) και τη λαοσύναξη των Αθηνών με κόκκινη κλωστή την τριγυρίζουν.

Το χώρισμα του ιερού μπορεί να γίνεται και με χαράκι. Ο Οινέας σκότωσε τον γιο του Τοξέα, τον υπερπηδήσαντα την τάφρον (Απολλόδ. 1.3.1). Η παράδοση θυμίζει τη ρωμαϊκή πως ο Ρωμύλος σκότωσε το Ρέμο ως άβατον και ιερόν τόπον επιχειρούντα διαπηδάν, και το ετρουσκικό στην καταγωγή του έθιμο των Ρωμαίων να καθιερώνουν τον χώρο της πολιτείας που χτίζουν. Χαράζουν ένα γύρο με τ’ αλέτρι όπου τα τείχη θα χτιστούν, κι’ όπου θα στέκουν οι πύλες βγάζουνε το υννί, να μη χαράξει το χώμα.

Ο βασιλιάς της Λυδίας Μέλης, θέλοντας να κάνει απάτητη την ακρόπολη των Σάρδεων, περιγύρισε πάνου στα κάστρα της ένα λιοντάρι που λεγόταν πως του γέννησε μια από τις γυναίκες του χαρεμιού του. Σε μια μεριά δε νοιάστηκε να το περάσει, κι από τούτη τη μεριά μπήκανε στην ακρόπολη οι Πέρσες (Ηροδ. 1.84). Το λιοντάρι τούτο δεν είναι παρά ένα από τα βασιλικά εμβλήματα, σαν έμβλημα του Ηρακλή, του μυθικού γενάρχη της δυναστείας.

Η αρχιτεκτονική ύστερα των ναών ή ανακράτησε, ανάλογα με τον χαρακτήρα του ιερού, ατόφιο το αρχαίο τούτο «άδυτο», ή χώρισε, σαν άδυτο, το μέρος όπου κρύβεται η εικόνα του θεού ή όπου τα άρρητα ιερουργούνται. Στα άβατα τούτα ή άδυτα, τα φυσικά ή των ναών, δε συγχωριέται κανενός να μπει, ή συγχωριέται σ’ ορισμένους μοναχά καιρούς, ή του ιερέα μοναχά, ή ύστερα από καθαρμούς κι από μυητικές ιερουργίες. Αμή και στα ιερά που συγχωριέται να μπαίνει κανείς, πρέπει να μπαίνει καθαρός από μιάσματα, και γενικά του φόνου, της λοχείας και του θανάτου.

Σαν άβατο το ιερό είναι κι απαραβίαστο. Μέσα στα νόμιμα των Ελλήνων είναι να σέβουνται και στον πόλεμο ακόμη τα ιερά (απ’ όπου το συνήθιο να φυλάνε στους ναούς τους θησαυρούς), άρα και τόπος ασυλίας. Ο ικέτης αγιάζεται από τη «δύναμη», ακόμη κι ο μαγαρισμένος, κι’ είναι φορές που και με μία κλωστή μοναχά μεταδίνεται η «δύναμη» τούτη. Οι οπαδοί του Κύλωνα που κατεβαίνουν από την Ακρόπολη έχουν δέσει μια κλωστή από το έδος της Αθηνάς και την κρατούν. Κι όταν ο Κροίσος πολιορκεί τους Εφέσιους, εκείνοι αφιερώνουνε την πολιτεία τους στην Άρτεμη, δένοντας από το ιερό, που’ ναι εφτά κάπου στάδια μακριά, μια κλωστή που την άλλη της άκρη την δένουν στο κάστρο. Μια και το πρώτο όμως χώρισμα και σύνορο είναι σύνορο ιερού, βγαίνει το κάθε σύνορο να ’ναι κ’ ετούτο ιερό, απ’ όπου οι δεισιδαιμονίες γύρω από τα σύνορα και τα περάσματά τους.