Περιεχόμενα

Επιλογές Θεμάτων

«...ΓΑ ΠΕΡΙΚΛΥΣΤΟΣ ΚΥΠΡΟΣ...»
Αφιερωμένο στην Κύπρο και τους αδελφούς μας Έλληνες εκεί.

Κύπρος, η «γα περίκλυστος», η «θαλασσόζωστη γή» όπως την περιγράφει το διασωθέν Πάφιο επίγραμμα του νεκρού Νικοκρέωνος.

Για εμάς εδώ στην Ελλάδα από τα σχολικά μας χρόνια, η Κύπρος ήταν ένα κομμάτι ελληνικής γής, που όμως ποτέ δεν το βλέπαμε σε συνέχεια με τα ελληνικά νησιά, αλλά ήταν πάντα σε ένα τετράγωνο στην άκρη του ελληνικού χάρτη, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε πού ακριβώς βρίσκεται γεωγραφικώς. Ακούγαμε από τα σχολικά μας χρόνια για την “μαρτυρική μεγαλόνησο” για τους κατακτητές που πέρασαν από το σώμα της, για τους αγώνες της για την ανεξαρτησία της από τους Άγγλους (έχουμε και αρκετούς δρόμους στις συνοικίες μας με τα ονόματα των ηρώων της: Καραολή και Δημητρίου, Αυξεντίου κ.λπ.) και πάντα είχαμε το ερώτημα γιατί σε ένα ελληνικό τόπο, έπρεπε κάποιος να πάει με διαβατήριο. Έγινε επιστράτευση εδώ, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το βόρειο μέρος του νησιού και καθημερινά στις ειδήσεις μας υπήρχαν γεγονότα του νησιού, και ενημέρωση για τα τεκταινόμενα στο βόρειο ψευδοκράτος. Οι πολιτικοί μας είχαν πάντα στο πακέτο τών προεκλογικών εξαγγελιών τους και κάτι για την Κύπρο, την οποία είχαμε εθνικό μας θέμα και συχνά το κυπριακό καθόριζε τα πολιτικά πράγματα του τόπου μας (όπως στις πρόσφατες εκλογές, οι οποίες επισπεύθησαν για να μπορέσει η νέα κυβέρνηση με άνεση να χειρισθεί τα του κυπριακού). Στα νεανικά μας χρόνια, μάς ενοχλούσε αφάνταστα που ενώ εμείς διαβάζαμε σκληρά για να μπούμε στα πανεπιστήμιά μας, οι Κύπριοι έμπαιναν χωρίς εξετάσεις και που στα λεωφορεία μας εμείς πληρώναμε εισιτήριο ενώ εκείνοι ποτέ και διάφορα άλλα που μας έκαναν να νοιώθουμε ότι έχαιραν κάποιας άλλης μεταχείρισης. Χαιρόμασταν από την άλλη όταν στην Γιουροβίζιον μας έδιναν 12 βαθμούς, και θεωρήσαμε εθνική μας επιτυχία το ότι εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια κατάσταση που ήταν και δεν ήταν ξεκάθαρη και είχα πάντα το ερώτημα: μα είναι ή δεν είναι Έλληνες αυτοί;

Και ξημέρωσε η 31η Μαρτίου του “2004”. Οι διαπραγματεύσεις για το σχέδιο Ανάν στο αποκορύφωμά τους στην Ελβετία και οι Κύπριοι σε καίριο σταυροδρόμι για το μέλλον τους. Με τις βαλίτσες στα χέρια ξημερώματα, ο Γιώργος ο Κλώνης, ο Βλάσης ο Ρασσιάς και εγώ, φθάσαμε στο αεροδρόμιο, με τα εισιτήρια στο χέρι για την Λάρνακα, μετά από πρόσκληση του Χάρη του Φουρνίδη για ένα διήμερο σεμινάριο του Βλάση στον χώρο τους, τον Όμιλο Φίλων Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού “Έλευσις”, με θέμα “Αρχαία Ελληνική Θρησκεία. Θεολογία και Πράξις”. Μετά από μιάμιση ώρα, το αεροπλάνο προσγειώθηκε σε ένα μικρό (σε σύγκριση με το “τέρας” Ελ. Βενιζέλος) αεροδρόμιο, και αφού περάσαμε τα διαδικαστικά, βγήκαμε εκεί όπου μας περίμενε ο Χάρης με την Χριστίνα. Η πρώτη μας έκπληξη: εκεί οδηγούν όπως οι Άγγλοι, αντίθετα από εμάς, ψάχναμε τις πόρτες για να μπούμε στο αυτοκίνητο, από αλλού. Η Λάρνακα απέχει από την Λευκωσία περίπου 44 χιλιόμετρα. Οι δρόμοι υπέροχοι, η σήμανση τέλεια, η τρομάρα μας μεγάλη κάθε φορά που ξεχνιόμασταν και νομίζαμε ότι ήμασταν στην αντίθετη πλευρά του δρόμου. Τα γέλια της Χριστίνας μας επανέφεραν. Μιλούσαν με τον Χάρη κυπριακά και δεν καταλαβαίναμε αρκετά απ’ αυτά που έλεγαν. Ακούγαμε όμως μία γλώσσα γάργαρη, κελαϊδιστή, με μελωδία, ίσως με προσωδία, δεν ξέρω. Αργότερα που κάπως τους συνηθίσαμε, καταλαβαίναμε πως οι λέξεις τους είχαν ρίζες αρχαιοελληνικές, πως κρατούσαν στην λαλιά τους τα διπλά σύμφωνα και πως ίσως αυτό το κελάϊδισμα να εξαρτάτο με το πώς έλεγαν τα φωνήεντα. Η πρώτη μας επαφή με την Λευκωσία ήταν όμορφη, γλυκειά, ανθρώπινη. Πόλη μικρή και με ανοιχτό ορίζοντα, χωρίς τερατώδη κτίρια, τόσο, που κάποια κτίρια τεράστια να είναι δακτυλοδεικτούμενα. Από την πρώτη στιγμή εκεί νοιώσαμε ότι αυτά τα παιδιά ήθελαν να μας φιλοξενήσουν με όλη την πραγματική ελληνική ζεστασιά και φροντίδα. Ο Ξένιος Ζεύς παρών σε όλο του το μεγαλείο.

Άμεση φροντίδα τους λοιπόν, το φαγητό και το καλωσόρισμα με κρασί. Για μεζέδες στον “Ερωδό” στο κέντρο της Λευκωσίας δίπλα από το τζαμί. Εκεί γνωρίσαμε τον πρώτο από αυτούς που τις επόμενες ημέρες θα έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να περάσουμε καλά. Τον Μιχάλη Μιχαήλ. Δημοσιογράφο, με καθημερινή πρωϊνή εκπομπή 6-8 στον ραδιοφωνικό σταθμό “Άστρα”, και με εβδομαδιαία τηλεοπτική εκπομπή στον σταθμό “Σίγμα”. Έναν άνθρωπο νέο, με μία απίθανη ηρεμία και καλωσύνη (Μιχάλη μου, ήθελα να σε ρωτήσω από εδώ: φωνάζεις εσύ ποτέ;) ενεργό πολίτη ενταγμένο σε δημοκρατικές τάξεις και αγωνιζόμενο για την ελληνική κοσμοαντίληψη. Το σπίτι που γεννήθηκε, βρίσκεται στα κατεχόμενα. Εκεί λοιπόν στον “Ερωδό” μετά τα “χαίρω πολύ” άρχισαν να έρχονται οι μεζέδες. Πιάτα ατελείωτα, και άλλα και άλλα, πολλά από τα οποία έμειναν απείραχτα (προς μεγάλο φρικάρισμα του Γιώργου). Η πρώτη επαφή με την Κύπρο αν μη τι άλλο… χορταστική. Μετά από λιγόλεπτη παραμονή στο ξενοδοχείο, για ένα φρεσκάρισμα, έγινε η μαγνητοσκόπηση μίας συνέντευξη του Βλάση, στην τηλεόραση του “Σίγμα” σε δύο συνέχειες από τον Μιχάλη. Η συνέντευξη έγινε στο χώρο τους, στον Όμιλο “Έλευσις”, που με εξαιρετικό ενδιαφέρον φροντίζουν ο Χάρης και η Χριστίνα, αυτά τα δύο νέα παιδιά που όλα περνούν από τα χέρια τους (ιδιαιτέρως της Χριστίνας, η οποία ασχολείται με όλα, από τους καφέδες, μέχρι την διακόσμηση, για να μην είμαι όμως άδικη την βοηθάει και ο Χάρης με την … ηρεμία του) και έχουν γύρω τους αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους που γνωρίσαμε. Χείμαρρος όπως πάντα ο Βλάσης, μιλούσε επί δύο ώρες για την ελληνική κοσμοαντίληψη και όχι μόνο, και ο Μιχάλης προκαλούσε τις απαντήσεις με τις καίριες ερωτήσεις του. Ελπίζουμε όταν προβληθεί να έχουμε κάποιο αντίγραφο της εκπομπής για να μπορέσουμε και εμείς να την δούμε.

Δεύτερη ημέρα στο νησί της Αφροδίτης: Εκδρομή στο νότιο μέρος του νησιού και επίσκεψη στους αρχαιολογικούς χώρους. Μαζί μας σήμερα και ο Γιώργος ο Πήττας, δημοσιογράφος και αυτός, γνωστός μας από πιο παλιά από τον σταθμό “Εν Λευκώ” και από την συμπαρουσίαση με τον συγγραφέα Αλέξανδρο Ασωνίτη του βιβλίου του τελευταίου “Λάλον Ύδωρ” στον “Εκατηβόλο”, μαζί με την γυναίκα του την Ελένη και την κόρη τους την μικρή Μαρία. Θα τον θυμάστε φαντάζομαι, όταν με το φοβερό του στυλ και την βροντερή φωνή του, μάς διάβαζε κομμάτια από το καταπληκτικό αυτό βιβλίο. Μαζί επίσης ο Χάρης και η Χριστίνα και ο Μάριος, ο νεαρός που με την επαγγελματική του κάμερα θα τραβούσε πλάνα από τους αρχαιολογικούς χώρους. Περάσαμε την Λάρνακα, την Λεμεσσό και προχωρήσαμε προς το Κούριο, όπου εκεί μας περίμενε ο Νίκος, ένας γλυκύτατος άνθρωπος, ο οποίος ήταν από τους ηθοποιούς που θα πάρει μέρος στα δρώμενα που θα γίνουν τον Ιούνιο, όταν το καράβι “Κυρήνεια” θα πάει στην Λεμεσσό να πάρει τον χαλκό (να σημειώσουμε ότι ο λατινικός όρος για τον χαλκό cuprum, προέρχεται από το όνομα του νησιού) να τον φέρει στην Ελλάδα, για να φτιαχτούν τα μετάλλια για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Άριστος γνώστης της περιοχής, μας είπε ενδιαφέροντα πράγματα κατά την επίσκεψή μας στο Ιερό του Θεού Απόλλωνος Υλάτη.

Το πανάρχαιο και σημαντικό αυτό Ιερό, του οποίου ο τελευταίος Ναός φτιάχθηκε μόλις τον 1ο αιώνα μ.α.χ.χ και στους εναπομείναντες κίονές του υπάρχουν τα μοναδικά κιονόκρανα νοβαταϊκού ή κυπροκορινθιακού ρυθμού, αποτελεί έναν εντυπωσιακό αρχαιολογικό χώρο. Στον ευρύτερο χώρο βλέπει κανείς τ’ απομεινάρια ενός αρχαίου κέντρου δενδρολατρίας, καθώς και υπολείμματα του σπουδαίου αποχετευτικού και του υδρευτικού συστήματος του συγκροτήματος. Καινούρια στέγαστρα από ξύλο δεμένα με σίδερο (θύμιζαν λίγο Καλατράβα αλλά δεν πειράζει) προστάτευαν τα ευρήματα από τις καιρικές συνθήκες και γενικά ήταν ένας πολύ προσεγμένος και φροντισμένος αρχαιολογικός χώρος. Ο Μάριος τραβούσε πλάνα και ο πάντα ευγενής Γιώργος μας, κουβαλούσε το βαρύ τρίποδο της κάμερας, που σίγουρα είχε πάρει από τα ντελικάτα χέρια της Χριστίνας. Ο αρχαιολογικός χώρος μέχρι το θέατρο του Κουρίου ήταν προφανώς ενιαίος, γιατί κατά διαστήματα παρατηρούσαμε τα ίδια σκέπαστρα σε διάφορα σημεία. Μετά τον αρχαιολογικό χώρο του Θεού Απόλλωνος, κάναμε μία σύντομη στάση στο επιβλητικό Στάδιο της περιοχής, ένα τεράστιο Στάδιο, δείγμα πληθυσμιακής ευμάρειας, και μετά προχωρήσαμε για το Θέατρο. Σίγουρα όταν ο Γκαίτε είπε ότι το Τεάτρο Γκρέκο της Ταορμίνα (του Ταυρομενίου) της Σικελίας είναι το ωραιότερο στον κόσμο, δεν είχε δει το Θέατρο στο Κούριο. Ένα ελληνιστικό Θέατρο 3.000 θέσεων, που την σημερινή του ολοκληρωμένη μορφή, έχει από τις αρχές του 2ου μ.α.χ.χ. αιώνος. Με υπέροχη ακουστική και πίσω από την σκηνή του εμπρός στα μάτια των θεατών, η απέραντη θάλασσα. Μία θάλασσα που ένωνε και ενώνει τους Κύπριους με τους μεγάλους δρόμους της Ανατολής, της Δύσης και του Νότου και τους κάνει να πλαταίνει το μυαλό τους και να αφουγκράζονται καλύτερα τα γύρω τους. Η άνοιξη στην Κύπρο σ’ όλο της το μεγαλείο. Χρώματα παντού και κυρίως μυρωδιές. Πόσο λυπάμαι σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις που, ενώ μπορούμε να κρατήσουμε την εικόνα με την φωτογραφία και τη μαγνητοσκόπηση ή τον ήχο με το μαγνητόφωνο, δεν μπορούμε να κρατήσουμε την μυρωδιά ή ακόμα και την γεύση.

Στην συνέχεια, προχωρήσαμε προς την Πάφο. Περάσαμε ανάμεσα από τις αγγλικές βάσεις. Αρκετή ώρα με το αυτοκίνητο, περνούσαμε ανάμεσα σε συρματοπλέγματα με κεραίες, εγκαταστάσεις, με ολόκληρα οικοδομήματα που ήταν… αγγλικό έδαφος, ενώ οι πινακίδες έγραφαν: “Περιοχή κυρίαρχων Βρετανικών Βάσεων”. Ακόμα και οι ακτές ήταν… βρετανικές. Ποιος μιλάει πια για διχοτόμηση; Τριχοτομημένο είναι το νησί. Φθάσαμε στον βράχο, που σύμφωνα με τον μύθο, εκεί γεννήθηκε η Αφροδίτη. Η πινακίδα που μας έστελνε προς τα εκεί έγραφε ωστόσο: “Προς Πέτρα του Ρωμιού”. Αθάνατε Ρωμιέ. Τίποτα δεν σου ξεφεύγει. Εκτός από την παγκόσμια ψυχή του Έλληνα. Όταν κατεβήκαμε την υπόγεια διάβαση για να πάμε κοντά στον βράχο, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα μοναδικό θέαμα. Όλοι οι γύρω θάμνοι, ήταν σκεπασμένοι από κορδελάκια που έδεναν στα κλαδιά τους, οι επισκέπτες τιμώντας την Θεά του Έρωτα και της Γονιμότητας και φαντάζομαι ότι αυτά τα κορδελάκια δεν τα έδεναν Ρωμιοί. Στον δρόμο μας προς την Πάφο, στο χωριό Κούκλια, επισκεφθήκαμε το μεγάλο Ιερό της Αφροδίτης Παφίας, το μεγαλύτερο της Κύπρου αλλά και του αρχαίου Ελληνισμού. Δυστυχώς όταν φθάσαμε εκεί ήταν ήδη κλειστό και δεν μπορέσαμε να το δούμε από κοντά. Από τα συρματοπλέγματα είδαμε πάντως τα ερείπιά του και αυτό που συναντάμε σε όλους τους Ιερούς χώρους των Ελλήνων, δηλαδή την απαραίτητη χριστιανική εκκλησούλα, που τα περισσότερα κομμάτια της είναι παρμένα από το Ιερό.

Είχαμε αρχίσει πια να πεινάμε.

Η Πάφος είναι μία πανέμορφη παραλιακή πόλη, με χαμηλή δόμηση, με μεγάλες στρογγυλές πλατείες για να διευκολύνεται η κίνηση των αυτοκινήτων, με αποτέλεσμα να μπορείς να χαζεύεις τα υπέροχα ξενοδοχεία της αγναντεύοντας ταυτόχρονα και την θάλασσα. Εκεί καθήσαμε για φαγητό, σε ένα από αυτά τα παραλιακά τουριστικά φαγάδικα, όπως αυτά του Μικρολίμανου ας πούμε, ε! τι να κάνουμε; πεινούσαμε. Δεν ήταν άσχημο. Ο Γιώργος ο Πήττας είχε όμως άλλη γνώμη και την βροντοφώναξε: Αύριο το βράδυ όλοι στον Ναό και νηστικοί! Στον Ναό; Τι Ναό βραδιάτικα και νηστικοί; αναρωτηθήκαμε εμείς οι αμύητοι. Ελάτε αύριο στου Ζανέττου και θα δείτε! (και όντως είδαμε!) Όταν τελειώσαμε το φαγητό στην Πάφο, επισκεφθήκαμε την Βίλα του Διονύσου με τα μοναδικά και καλοδιατηρημένα ψηφιδωτά της, εκ των οποίων αρκετά ήταν σχεδόν ανέπαφα και σε φανταστικούς χρωματισμούς και σχήματα. Πήραμε τον δρόμο προς την Λευκωσία, αφού είχαμε ήδη αρχίσει να ανακαλύπτουμε στην ψυχή μας, ένα καινούριο κομμάτι της Ελλάδας.

Η τρίτη ημέρα εκεί, προέβλεπε επίσκεψη στην περιοχή που κατέχει ο τουρκικός στρατός και κατοικείται πια μόνον από Κύπριους μουσουλμάνους και Τούρκους έποικους. Στα κατεχόμενα που λέμε. Πολλοί μας έλεγαν να μην πάμε δείχνοντας μάλιστα διαβατήριο και αναγνωρίζοντας έτσι ένα καθεστώς που πήρε αυτόν τον τόπο με πόλεμο. Ίσως και να είχαν δίκιο, εμείς όμως δεν ξέραμε αν θα ξαναείχαμε την ευκαιρία να δούμε αυτά τα μέρη και αποφασίσαμε να πάμε.

Το πρωϊ όμως της ημέρας αυτής, επειδή είχαμε λίγο χρόνο, επισκεφθήκαμε το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λευκωσίας. Μικρό εξωτερικά, είχε όμως καθαρά ελληνικά χαρακτηριστικά όπως αετώματα, κίονες στην πρόσοψή του κ.λπ. Ο πλούτος του μέσα μοναδικός: σταυρόσχημα ειδώλια από πικρόλιθο από τον Πωμό (επαρχία Πάφου) τού 2500 έως 2300 π.α.χ.χ., το αυστηρό κλασικό άγαλμα Ελληνικού ρυθμού που υιοθετήθηκε τότε στην Κύπρο, του Κεραυνίου Διός (Κίτιον, 5ος αιώνας π.α.χ.χ.), μέχρι το μαρμάρινο άγαλμα της Θεάς Αφροδίτης από τους Σόλους (επαρχία Λευκωσίας) κατά την Ρωμαϊκή περίοδο. Αυτό που μας άφησε άφωνους ήταν τα περισσότερα από 2000 αναθήματα, πιθανόν αφιερώματα σε Θεό του πολέμου, στα οποία συμπεριλαμβάνονται άρματα, ταύροι, στρατιώτες και κένταυροι, χρονολογούμενα κατά την Κυπρο-Αρχαϊκή Ι περίοδο (750 - 600 π.α.χ.χ.) που ανακάλυψε η Σουηδική αποστολή κατά την διάρκεια ανασκαφών το 1930. Πανέμορφα αγάλματα και μοναδικά ειδώλια που βλέποντάς τα, σκέφτεσαι πόσο είχαν αναπτύξει τις τέχνες των Θεών σε τόσο μακρινές για εμάς εποχές, οι κάτοικοι αυτού του εξαιρετικά ελληνικού τόπου. Εκεί ξαφνιασμένοι παρακολουθήσαμε μία σκηνή που μας προκάλεσε ρίγη συγκίνησης και δάκρυα: ένας κύριος, Κύπριος, κάτοικος του εξωτερικού, στην τελευταία αίθουσα του Μουσείου με τα μαρμάρινα αγάλματα της κλασικής εποχής, περνούσε ξαναμμένος μπροστά από κάθε άγαλμα, το χάϊδευε, το φίλαγε, και με δάκρυα στα μάτια πήγαινε στο άλλο, ψελλίζοντας χαμηλόφωνα λόγια θαυμασμού. Συγκινημένοι και φορτισμένοι φύγαμε από το Μουσείο με τις καλύτερες των εντυπώσεων.

Λίγες ώρες αργότερα, μπήκαμε στο αυτοκίνητο του Μιχάλη και ξεκινήσαμε για τα κατεχόμενα. Η χαρά μας μεγάλη όταν μας είπε ο Μιχάλης ότι θα πηγαίναμε και στην Αμμόχωστο και την Σαλαμίνα, μια πολύ σημαντική κατά την αρχαιότητα περιοχή της οποίας αρκετά αγάλματα είχαμε ήδη δει στο Μουσείο της Λευκωσίας. Πλησιάσαμε στα φυλάκια που την χωρίζουν στα δύο, δείξαμε τα διαβατήριά μας, δεν μας τα σφράγισαν αλλά μας έδωσαν ένα χαρτί, εισόδου ας πούμε, και προχωρήσαμε. Φάτσα μας το όρος Πενταδάκτυλος με την χαραγμένη επάνω του άσπρη, με κόκκινη ημισέληνο, σημαία, του ψευδοκράτους τού Ντενκτάς. Η πρώτη μας κατεύθυνση ήταν στο πατρικό σπίτι του Μιχάλη. Εκεί τώρα έμεναν κάποιοι, όχι γιατί το αγόρασαν ή το ενοικίασαν, αλλά γιατί το κατέλαβαν. Ήταν όπως το είχε αφήσει. Στον κήπο κρεμόταν ακόμα η κούνια που του είχαν φτιάξει οι γονείς του. Τώρα κάποια άλλα παιδιά έκαναν κούνια εκεί. Εκεί βέβαια ακούσαμε από τον γλυκύτατο Μιχάλη το εξής: “τους σκέφτομαι και αυτούς που γεννήθηκαν πριν τριάντα χρόνια σ’ αυτό το σπίτι. Πώς να τους ξεσπιτώσεις;” Η μεγαλοψυχία του Έλληνα σ’ όλο της το μεγαλείο. Συγκινηθήκαμε. Πήραμε τον εθνικό δρόμο Ανατολικά προς την Αμμόχωστο. Πεδιάδα απέραντη διασχίζαμε, ο δρόμος πολύ καλός, σχεδόν όπως στο κάτω μέρος της Κύπρου, τα χωριά ήταν όμως όπως τα ελληνικά χωριά του 60. Πού και πού ξεφύτρωνε κάποιο πολυτελές τζαμί, με χρωματισμένους, ασημί ή χρυσαφί τρούλους. Η πόλη της Αμμοχώστου, μεσαιωνική με κάστρο, με τον Πύργο του Οθέλλου, με μεγάλη λατινική Εκκλησία στο κέντρο της και με μεγάλο λιμάνι. Περπατώντας στους δρόμους της, νόμιζα από την εικόνα τους πως περπατούσα σε κάποιους δρόμους της πολύ κοντινής Συρίας. Οι άνθρωποι μιλούσαν ωστόσο τούρκικα και οι επιγραφές τους όλες ήταν στα τούρκικα Πουθενά δεν θύμιζε την άλλη πλευρά ενός ελληνικού νησιού. Την Λάρνακα, την Λεμεσσό, την Λευκωσία. Περιγράφω αυτό που είδα, δεν μιλήσαμε με κάποιον ούτε καθήσαμε για φαγητό πουθενά γιατί δεν ξεχνούσαμε ότι είχαμε και ρητή εντολή από τον Γιώργο Πήττα ότι δεν έπρεπε να φάμε τίποτα εκεί, άσε που το βράδυ θα πηγαίναμε στον Ναό του Ζανέττου, και έτσι δεν μπορώ να ξέρω ούτε πώς έβλεπαν ούτε τι ένοιωθαν εκείνοι οι άνθρωποι για τους υπόλοιπους Κύπριους. Η καινούρια συνοικία της Αμμοχώστου, καθαρά μεσανατολική χωρίς κάποιο ιδιαίτερο γνώρισμα.

Πήραμε τον δρόμο για την Σαλαμίνα. Πολύ κοντά στην Αμμόχωστο, με ελάχιστα σπίτια. Εμείς κατευθυνθήκαμε στον αρχαιολογικό χώρο. Πληρώσαμε εισιτήριο 6.000.000 τουρκικών λιρών έκαστος, και αφού πήραμε το σχετικό άσχετο, πρόχειρο (μία παράγραφο την είχε τυπωμένη δύο φορές) και ρηχό φυλλάδιο στην αγγλική γλώσσα που φυσικά, όπως αναμέναμε, δεν έγραφε τίποτε για εκεί Ελληνική παρουσία, προχωρήσαμε στον χώρο. Μπροστά μας, τα ελάχιστα ερείπια της αρχαίας Σαλαμίνας, η οποία χρονολογείται από τον 11ο αιώνα π.α.χ.χ. και γύρω μας ένα σύμπλεγμα λουτρών, γυμναστηρίου, ένα πολύ όμορφο και καλοδιατηρημένο Θέατρο, Αγορά, Ναός του Διός, και διάφοροι άλλοι χώροι που συνέχιζαν την ιστορία του τόπου μέχρι το 648 μ.α.χ.χ. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το κύμα της υπέροχης σε χρώμα και κυματισμό θάλασσας, που χτύπαγε λίγο πιο πέρα από τις πλευρές του Θεάτρου, και τα φανταστικά ανοιξιάτικα χρώματα της κυπριακής γης, μάς έκαναν να νοιώθουμε πολύ οικεία. Δεν διαβάσαμε καν το ενημερωτικό φυλλάδιο που πήραμε, ίσως γιατί δεν θέλαμε να χαλάσουμε την καλή μας διάθεση. Ξέραμε από προηγούμενη επίσκεψη στην Έφεσσο ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αναφέρεται η λέξη “Έλληνες” και αυτό σίγουρα θα μας θύμωνε. Αφήσαμε τον θυμό μας για όταν θα γυρίζαμε. Φύγαμε από την Σαλαμίνα, αναγνωρίζοντας ένα ακόμη κομμάτι ελληνικής γης στοιχειωμένης από την ελληνική ψυχή. Ο δρόμος ήταν ο ίδιος προς Λευκωσία, μέχρι ενός σημείου και όταν στον ορίζοντα αριστερά μας αγναντέψαμε την πρωτεύουσα του νησιού, στρίψαμε δεξιά για να πάμε προς την πανέμορφη Κερύνεια.

Βόρεια ακριβώς της Λευκωσίας, και απέναντι από τις τουρκικές ακτές, αντικρίσαμε κατεβαίνοντας τον δρόμο, το λιμάνι της πόλης. Πανέμορφη με κάστρο στο λιμάνι της, με υπέροχες προβλήτες, με ένα δροσερό βόρειο αεράκι να χτυπάει το κύμα και να το σκάει στους μώλους της. Το λιμανάκι της γεμάτο από κάθε λογής καϊκια ήταν ολόϊδιο μ’αυτό που κατά καιρούς βλέπαμε στις καρτ-ποστάλ. Είναι από τις πόλεις που δεν περιγράφονται με λόγια. Περπατήσαμε στην παραλία της και στο εσωτερικό της πόλης. Καμμία σχέση με τις πόλεις του νότου, την Πάφο, την Λεμεσσό την Λάρνακα. Με τον Μιχάλη να μη μιλάει πλέον από την συγκίνησή του, αναχωρήσαμε σε λίγο για την Λευκωσία.

Στον δρόμο, ο Μιχάλης μας εξηγούσε τα της εισβολής και καταλάβαμε ότι πέρα από τα όποια συμφέροντα των κυβερνήσεων και των θρησκευτικών τους ταγών, οι άνθρωποι, αρχικά τουλάχιστον, δεν είχαν διαφορές. Ήσαν όλοι Κύπριοι. Κύπριοι χριστιανοί και Κύπριοι μουσουλμάνοι. Τώρα βέβαια το πρόβλημα έγινε εξαιρετικά πολύπλοκο και δεν είναι το ζητούμενο να το εξηγήσουμε εμείς. Νομίζω ότι όποιος δεν έχει ζήσει στην Κύπρο και δεν έχει βιώσει όλο το πρόβλημα στην καθημερινή του ζωή, δεν μπορεί να έχει σωστή άποψη. Γι’ αυτό και δεν συμφωνώ με τις ατελείωτες αλλά εύκολες συζητήσεις που γίνονται από τους ελλαδίτες γύρω από αυτό. Προσωπικά, ίσως θα μπορούσα να συμφωνήσω με την άποψη του οδηγού τού ταξί που μας πήγε στο αεροδρόμιο το πρωϊ που φεύγαμε. Ο απλός αυτός άνθρωπος είχε την άποψη ότι κανονικά θα έπρεπε να ψηφίσουν στο δημοψήφισμα μόνο αυτοί που έχασαν τα σπίτια τους και από τις δύο πλευρές. Γιατί και από τις δύο πλευρές μετακινήθηκαν και γιατί και από τις δύο πλευρές τώρα υπάρχουν τεράστια οικονομικά και σίγουρα θρησκευτικά (εθνικιστικά) συμφέροντα.

Γυρίσαμε στην Λευκωσία. Λίγη ξεκούραση και μετά στον... Ναό του Ζανέττου. Ο Ζανέττος έχει ένα παραδοσιακό μεζεδάδικο στο κέντρο της Λευκωσίας. Πάντα γεμάτο, πρέπει να κλείσεις τραπέζι ή να είσαι τακτικός θαμών όπως ο Γιώργος ο Πήττας με την Ελένη, για να μπορέσεις να απολαύσεις αυτήν την πανδαισία γεύσεων και οσμών. Μεγάλη παρέα ξεκινήσαμε. Ο Χάρης με το Χριστινάκι αν και κατάκοποι από την προετοιμασία του σεμιναρίου παρόντες βέβαια, και ο Μιχάλης αν και κουρασμένος από την οδήγηση μίας ολόκληρης ημέρας εκεί και αυτός με την Παναγιώτα. Και άρχισαν να καταφθάνουν οι πιατέλες. Εκεί δεν παραγγέλνεις θέλω αυτό ή εκείνο. Εκεί έρχονται οι πιατέλες, λες από μόνες τους. Και δεν προλαβαίνεις ούτε να τρως ούτε να βλέπεις. Όλες οι κυπριακές λιχουδιές και όχι μόνο. Εκεί ο πολυφαγάς και καλοφαγάς κ. Ρασσιάς... τα έπαιξε και ο λιγόφαγος και εκλεκτικός κ. Κλώνης... δεν πίστευε ότι θα πήγαιναν τόσα φαγητά... χαμένα. Οι υπόλοιποι τρώγαμε και ο Γιώργος ο Πήττας βροντοφώναζε πόσο χαιρόταν που μας έβλεπε να τρώμε όπως έπρεπε. Αξέχαστη βραδιά με εξαιρετικό κόκκινο κρασί και αστεία. Ο Διόνυσος σε όλο του το μεγαλείο. Ένα άλλο κομμάτι ελληνικής ψυχής.

Οι δύο επόμενες ημέρες ήταν αφιερωμένες στο 10ωρο σεμινάριο του Βλάση μετά τις 2 μ.μ. και των δύο ημερών. Το πρωϊ του Σαββάτου είχαμε λίγο ελεύθερο χρόνο και είπαμε να κάνει ο καθένας μας ό,τι ήθελε. Ο Βλάσης διάβασε για το σεμινάριο και βγήκε με τον Χάρη να αγοράσουν τα απαραίτητα αναμνηστικά αγαλματίδια, ο δε Γιώργος έκανε μία βόλτα στην πόλη της Λευκωσίας, και εγώ τό ίδιο. Τα βήματά μου με έβγαλαν ξαφνικά σε έναν εμπορικό δρόμο, την οδό Λήδρας. Περπατώντας εκεί, αντίκρυσα ένα φυλάκιο με ένα σκοπό, και ανεβαίνοντας τα σκαλιά του φυλακίου και κοιτώντας από την άλλη μεριά αντίκρισα μία νεκρόπολη, την πράσινη γραμμή της Λευκωσίας. Από την μία ένας δρόμος που έσφιζε από ζωή και από την άλλη μεριά ερειπωμένα τα πάντα. Λες και είχε σταματήσει ο χρόνος στο 1974. Ένοιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Κατάλαβα πολύ καλά γιατί ο κυπριακός λαός είναι ένας πολυβασανισμένος λαός. Πολυβασανισμένος όσο και δραστήριος και πολυπράγμων. Όταν μέσα στο κορμί σου δοκιμάσεις τέτοια βία, από οπουδήποτε και αν προέρχεται αυτή, ε τότε αναγκαστικά αναπτύσσεις όλες τις δυνάμεις σου για να μπορέσεις να επιβιώσεις. Ένα έμπρακτο παράδειγμα δυναμικού ελληνισμού και πηγαίας ελληνικότητας. Ήπια τον καφέ μου εκεί δίπλα στο φυλάκιο, έτσι για να το έχω ως τελευταία εικόνα μου από την Κύπρο.

Δεν θα αναφερθώ στο σεμινάριο. Μόνο θα ξαναθυμηθώ τους υπέροχους ανθρώπους που γνωρίσαμε στον χώρο “Έλευσις”, για να τους στείλω τους πιο θερμούς μας αδελφικούς ελληνικούς χαιρετισμούς: Εκτός από τον Χάρη και το υπέροχο Χριστινάκι, τον Μιχάλη και την Παναγιώτα, τον Γιώργο από την Πάτρα και την Γεωργία, τον θαυμάσιο πατέρα της Χριστίνας τον κ. Ανδρέα που ήξερε λεπτομερώς όλη την ιστορία της Κύπρου, τον γιατρό που συνεχώς στο σεμινάριο κρατούσε σημειώσεις, λέγοντας πως κάθε φράση από την ομιλία του Βλάση ήθελε ολόκληρα κατεβατά εξήγηση και βέβαια τον Γιώργο Πήττα και την Ελένη, και όλους τους άλλους φίλους εκεί (ζητώ συγγνώμη, πού να θυμηθώ και όλα τα ονόματα;). Μας γοήτευσαν με την παρουσία τους και δεν θα τους ξεχάσουμε ποτέ. Όταν τα ξημερώματα της Δευτέρας, πήγαμε στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, εκτός από τις βαλίτσες μας, ήξερα ότι και στην ψυχή μας κουβαλούσαμε το βαθύ αποτύπωμα ενός ακόμη κομματιού πανάρχαιας Ελληνικής γης. Είχαμε ζήσει για 5 ημέρες σε κάποιους άγνωστους έως τότε για εμάς τόπους των Ελλήνων. Αγαπημένοι φίλοι, σας ευχαριστούμε πολύ και σας περιμένουμε με την πρώτη ευκαιρία στην Ελλάδα να σας δείξουμε ότι και εμείς οι ελλαδίτες ξέρουμε να τιμούμε τον Ξένιο Δία.

Θα ήθελα να κλείσω, αφιερώνοντάς σας το «Μπορώ», ένα ποίημα της ποιήτριας Μαρίας Χατζηαυξέντη από την συλλογή της με τίτλο “Παλλίροια”, που διάβασα στην Κυπριακή εφημερίδα “Χαραυγή” μέσα στο αεροπλάνο, και μου άρεσε πολύ:

Χαίρομαι γιατί είμαι άνθρωπος
κι έχω χάρες αμέτρητες
Χαίρομαι γιατί είμαι άνθρωπος
κι έχω δυνάμεις αλόγιστες.
Χαίρομαι γιατί είμαι άνθρωπος
κι έχω ανάγκες πρωτάκουστες.
Κι αν δεν μπορώ να περπατάω
μπορώ να μιλάω,
κι αν δεν μπορώ να μιλάω
μπορώ να γελάω
κι αν δεν μπορώ να γελάω
μπορώ ν’ αγαπάω
Μα πάνω απ’ όλα
μπορώ και θέλω να υπάρχω…

Οι Θεοί να σας έχουν καλά φίλοι και είθε η καλή κρίση των ανθρώπων να δώσει κάποτε ένα δίκαιο τέλος στο δράμα του νησιού της Κυπρίδος Θεάς που αν μη τι άλλο δικαιούται των δικών της έργων και όχι των ματωμένων έργων του Άρεως.

Μαρίνα Ψαράκη